wolf

UK:*UK and possibly other pronunciations'Wolf': English: /ˈwʊlf/, German: /vɔlf/; 'wolf': /ˈwʊlf/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/wʊlf/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling'Wolf': (vôlf ); 'wolf': (wŏŏlf )


Inflections of 'wolf' (n): npl: wolves
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wolf n (animal)λύκος ουσ αρσ
 The wolf howled at the moon.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wolf n figurative (man who preys on women) (ανεπίσημο)πέφτουλας ουσ αρσ
  (μεταφορικά, πιο ήπιο)μνηστήρας ουσ αρσ
 Harriet was tired of being pestered by wolves when she was trying to have a quiet cup of coffee in a café.
wolf [sth] vtr (eat rapidly)καταβροχθίζω ρ μ
  (ανεπίσημο)χλαπακιάζω ρ μ
 The young boy was obviously very hungry, as he wolfed the food Sally put in front of him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
cry wolf vtr + n figurative (lie)λέω ψέματα ρ μ + ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)ψεύδομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κάνω σαν τον ψεύτη βοσκό έκφρ
 If you cry wolf too often, people will stop paying you any attention.
cry wolf vtr + n figurative (false alarm)κινδυνολογώ ρ αμ
  (υπερβάλλω)κάνω την τρίχα τριχιά έκφρ
cry wolf on [sth] vtr + n figurative (false alarm)κινδυνολογώ για κτ ρ αμ + πρόθ
  υπερβάλλω για κτ ρ αμ + πρόθ
 Some people believe the experts are crying wolf on climate change.
crying wolf n figurative (creating a false alarm)σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγητα περίφρ
  προκαλώ αναστάτωση αδικαιολόγητα περίφρ
  (μεταφορικά)γίνομαι ψεύτης βοσκός έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και αποδίδεται κατά περίπτωση.
dire wolf (extinct animal)ανταρόλυκος ουσ αρσ
gray wolf (US),
grey wolf (UK)
n
(timber wolf)γκρίζος λύκος επίθ + ουσ αρσ
 Various subspecies of the gray wolf were once found across much of North America.
lone wolf n figurative ([sb] who prefers to act unaccompanied) (μεταφορικά, λόγιος)μοναχικός καβαλάρης έκφρ
  μοναχικός τύπος επίθ + ουσ αρσ
red wolf n (small variety of wolf)κόκκινος λύκος φρ ως ουσ αρσ
sea wolf n (large ocean fish)αναρριχίδα ουσ θηλ
she-wolf n (female wolf)λύκαινα ουσ θηλ
  θηλυκός λύκος επίθ + ουσ αρσ
she-wolf n figurative (predatory woman) (μεταφορικά)αρπακτικό ουσ ουδ
  (υβριστικά)σκύλα ουσ θηλ
thylacine,
Tasmanian tiger,
Tasmanian wolf
n
(rare dog-like marsupial)θυλακίνος ουσ αρσ
timber wolf n (wild canine with grey coat)λύκος ουσ αρσ
  (κατά λέξη, κυριολεκτικά)γκρίζος λύκος επίθ + ουσ αρσ
white wolf,
Arctic wolf
n
(wolf species)λευκός λύκος, πολικός λύκος επίθ + ουσ αρσ
wolf cub n (baby wolf)λυκάκι ουσ ουδ
  κουτάβι ουσ ουδ
 The wolf cub lived in the den because he was still too young to go out and hunt on its own.
wolf [sth] down,
wolf down [sth]
vtr + adv
informal (eat hungrily or greedily) (καθομιλουμένη)καταβροχθίζω, χλαπακιάζω ρ μ
 He wolfed down the cheeseburger as if he hadn't eaten in a month.
wolf in sheep's clothing n figurative ([sb] dangerous who looks harmless)κπ που δεν είναι τόσο αθώος όσο φαίνεται περίφρ
  (μεταφορικά, σπάνιο)λύκος με προβιά αρνιού φρ ως ουσ αρσ
 After he stole from the company we realized that Joe was a wolf in sheep's clothing.
 Αφού έκλεψε από την εταιρεία καταλάβαμε ότι ο Τζο δεν ήταν τόσο αθώος όσο φαινόταν.
wolf spider (ground spider)αράχνη λύκος φρ ως ουσ θηλ
wolf whistle n figurative (call made from man to woman) (ως καμάκι)σφύριγμα ουσ ουδ
wolf pack,
wolfpack
n
(group of wolves)αγέλη λύκων φρ ως ουσ θηλ
wolf pack,
wolfpack
n
figurative (group of aggressive people)συμμορία ουσ θηλ
  ομάδα ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
wolf pack,
wolfpack
n
figurative (group of attacking submarines)ομάδα ουσ θηλ
  (ζαργκόν)wolfpack ουσ ουσ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'wolf' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [made, gave] a wolf whistle, played some wolf notes, a [red, prairie, wild, Tasmanian] wolf, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wolf στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wolf».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!