suitor

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsuːtər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsutɚ/ ,USA pronunciation: respelling(so̅o̅tər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
suitor n formal, dated (prospective husband)μνηστήρας ουσ αρσ
  επίδοξος μνηστήρας επίθ + ουσ αρσ
 She has so many suitors that she cannot make up her mind.
 Έχει τόσους πολλούς επίδοξους μνηστήρες που δεν μπορεί να αποφασίσει.
 Έχει τόσους πολλούς επίδοξους μνηστήρες που δεν μπορεί να αποφασίσει.
suitor n (law: [sb] who sues) (νομικά)ενάγων, ενάγουσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The agreement must be accepted by all suitors before it is valid.
 Η συμφωνία πρέπει να γίνει δεκτή από όλους τους ενάγοντες προτού καταστεί έγκυρη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'suitor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση suitor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «suitor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!