wield

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwiːld/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/wild/ ,USA pronunciation: respelling(wēld)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wield [sth] vtr (authority, power etc.)έχω, κατέχω ρ μ
  ασκώ ρ μ
  (μεταφορικά)κρατώ στα χέρια μου έκφρ
  (μεταφορικά)έχω τα ηνία έκφρ
 The Minister was elected, but everyone knew it was his secretary who really wielded the power.
 Ο πρόεδρος εκλέχτηκε, όμως όλοι γνώριζαν ότι η γραμματέας του ήταν εκείνη που κρατούσε την εξουσία στα χέρια της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wield [sth] vtr (use in hand)χειρίζομαι ρ μ
 The knight wielded his sword with such expertise that he soon disarmed his opponent.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'wield' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: was wielding [a knife, an axe, a sword, a gun, a weapon], wield [a knife] (at), [she, the president, the leader] wielded [power, influence, clout], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wield στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wield».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!