wasting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈweɪstɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(wāsting)

From the verb waste: (⇒ conjugate)
wasting is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: wasting, waste

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wasting adj (disease: that weakens) (ασθένεια)που εξασθενεί κάποιον έκφρ
  (μεταφορικά)που τρώει κάποιον έκφρ
 Tuberculosis is a wasting disease that has a high mortality rate.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
waste [sth] vtr (use inefficiently)σπαταλάω, σπαταλώ ρ μ
 Europeans do not like to waste paper.
 Στους Ευρωπαίους συχνά δεν αρέσει να σπαταλούν χαρτί.
waste [sth] vtr (opportunity)σπαταλάω, σπαταλώ ρ μ
  ξοδεύω ρ μ
  (καθομιλουμένη)χαραμίζω ρ μ
 He wasted his chances at college by not studying enough.
 Σπατάλησε τις ευκαιρίες του στο πανεπιστήμιο επειδή δεν διάβαζε.
waste n (refuse, rubbish, garbage) (από βιομηχανία)απόβλητα ουσ ουδ πλ
  (από πόλη, σπίτι κλπ)απορρίμματα ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)σκουπίδια ουσ ουδ πλ
 The orange juice factory created a lot of waste.
 Το εργοστάσιο πορτοκαλάδας παράγει πολλά απόβλητα.
waste n (unused material)άχρηστο υλικό επίθ + ουσ ουδ
  περίσσευμα ουσ ουδ
 The parts factory had some metal waste.
 Το εργοστάσιο ανταλλακτικών είχε κάποια μεταλλικά άχρηστα υλικά.
waste adj (unused)περίσσευμα, υπόλειμμα ουσ ουδ
  άχρηστος επίθ
 They didn't realize that there was value in the waste metal.
 Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι τα μεταλλικά περισσεύματα είχαν αξία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
waste adj (products, matter: excreted)απόβλητα ουσ ουδ πλ
 How much waste matter does the average human body excrete in 24 hours?
waste adj (undeveloped, uninhabited)έρημος, ερημικός επίθ
 There was nothing in the vast waste area of the valley.
waste adj (related to refuse)απορρίμματα ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)σκουπίδια ουσ ουδ πλ
 The waste processing industry is huge.
 Ο βιομηχανία της επεξεργασίας απορριμμάτων είναι τεράστια.
waste adj (related to sewage) (σε γενική)λυμάτων ουσ ουδ πλ
 There is a waste treatment plant near here.
 Υπάρχει μια εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων.
waste adj (rejected as useless)άχρηστος επίθ
 Trying to come up with the ideal version of something often involves making a lot of waste products along the way.
 Το να προσπαθείς να βρεις την ιδανική εκδοχή για κάτι συχνά περιλαμβάνει τη δημιουργία πολλών άχρηστων προϊόντων στην πορεία.
waste n (fact of wasting, inefficiency)σπατάλη ουσ θηλ
  (για χρόνο)χάσιμο ουσ ουδ
 The consultant was brought in to reduce waste in the process.
 Ο σύμβουλος κλήθηκε για να μειωθεί η σπατάλη κατά τη διαδικασία.
waste n (bodily waste, excrement)ακαθαρσίες ουσ θηλ πλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Can't you flush your waste down the toilet properly?!
waste n (sewage)λύματα ουσ ουδ πλ
 Sewage pipes carry the waste of many households to the sewage plant.
waste n (chemical by-product)απόβλητα επίθ ως ουσ ουδ πλ
 Many chemical plants produce huge amounts of waste.
waste n (act of laying to waste)εγκατάλειψη ουσ θηλ
 The waste of the city followed a long siege.
wastes npl (desert)ερημιά ουσ θηλ
 He found himself alone in the wastes of the Sahara.
 Βρέθηκε ολομόναχος στην ερημιά της Σαχάρα.
waste [sb/sth] vtr always passive (fail to be appreciated)χαραμίζομαι ρ αμ
 She is wasted on him as he does not appreciate her fine qualities.
 Χαραμίζεται μαζί του μια που εκείνος δεν εκτιμά τα καλά στοιχεία της.
waste [sth] vtr (lay to waste, destroy)καταστρέφω ρ μ
 The soldiers wasted the enemy village.
 Οι στρατιώτες κατέστρεψαν το εχθρικό χωριό.
waste [sb] vtr US, slang, figurative (kill) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)καθαρίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεκάνω, ξεπαστρεύω ρ μ
 The gangster bragged that he had wasted the rival gang member.
 Ο γκάνγκστερ περηφανευόταν ότι καθάρισε το μέλος της αντίπαλης συμμορίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
waste | wasting
ΑγγλικάΕλληνικά
waste away vi phrasal (become thin and weak) (άτομο)χάνω τις δυνάμεις μου περίφρ
  (σώμα, μυς, κλπ)ατονώ ρ αμ
 If you don't eat you're just going to waste away.
 Some diseases can cause people to waste away.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
wasting | waste
ΑγγλικάΕλληνικά
time-wasting n (wasting [sb]'s time)χάσιμο χρόνου φρ ως ουσ ουδ
time-wasting n (sports: delaying action) (προσπάθεια να κερδίσω χρόνο)καθυστέρηση ουσ θηλ
wasting away adj (person: thin, weak) (μικρό βάρος)αδυνατίζω υπερβολικά ρ αμ + επίρ
  (έλλειψη αντοχών)χάνω τις δυνάμεις μου περίφρ
 Beth is truly wasting away. I suspect that she's anorexic.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'wasting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wasting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wasting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!