Κύριες μεταφράσεις |
waste [sth]⇒ vtr | (use inefficiently) | σπαταλάω, σπαταλώ ρ μ |
| Europeans do not like to waste paper. |
| Στους Ευρωπαίους συχνά δεν αρέσει να σπαταλούν χαρτί. |
waste [sth] vtr | (opportunity) | σπαταλάω, σπαταλώ ρ μ |
| | ξοδεύω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | χαραμίζω ρ μ |
| He wasted his chances at college by not studying enough. |
| Σπατάλησε τις ευκαιρίες του στο πανεπιστήμιο επειδή δεν διάβαζε. |
waste n | (refuse, rubbish, garbage) (από βιομηχανία) | απόβλητα ουσ ουδ πλ |
| (από πόλη, σπίτι κλπ) | απορρίμματα ουσ ουδ πλ |
| (καθομιλουμένη) | σκουπίδια ουσ ουδ πλ |
| The orange juice factory created a lot of waste. |
| Το εργοστάσιο πορτοκαλάδας παράγει πολλά απόβλητα. |
waste n | (unused material) | άχρηστο υλικό επίθ + ουσ ουδ |
| | περίσσευμα ουσ ουδ |
| The parts factory had some metal waste. |
| Το εργοστάσιο ανταλλακτικών είχε κάποια μεταλλικά άχρηστα υλικά. |
waste adj | (unused) | περίσσευμα, υπόλειμμα ουσ ουδ |
| | άχρηστος επίθ |
| They didn't realize that there was value in the waste metal. |
| Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι τα μεταλλικά περισσεύματα είχαν αξία. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
waste adj | (products, matter: excreted) | απόβλητα ουσ ουδ πλ |
| How much waste matter does the average human body excrete in 24 hours? |
waste adj | (undeveloped, uninhabited) | έρημος, ερημικός επίθ |
| There was nothing in the vast waste area of the valley. |
waste adj | (related to refuse) | απορρίμματα ουσ ουδ πλ |
| (καθομιλουμένη) | σκουπίδια ουσ ουδ πλ |
| The waste processing industry is huge. |
| Ο βιομηχανία της επεξεργασίας απορριμμάτων είναι τεράστια. |
waste adj | (related to sewage) (σε γενική) | λυμάτων ουσ ουδ πλ |
| There is a waste treatment plant near here. |
| Υπάρχει μια εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων. |
waste adj | (rejected as useless) | άχρηστος επίθ |
| Trying to come up with the ideal version of something often involves making a lot of waste products along the way. |
| Το να προσπαθείς να βρεις την ιδανική εκδοχή για κάτι συχνά περιλαμβάνει τη δημιουργία πολλών άχρηστων προϊόντων στην πορεία. |
waste n | (fact of wasting, inefficiency) | σπατάλη ουσ θηλ |
| (για χρόνο) | χάσιμο ουσ ουδ |
| The consultant was brought in to reduce waste in the process. |
| Ο σύμβουλος κλήθηκε για να μειωθεί η σπατάλη κατά τη διαδικασία. |
waste n | (bodily waste, excrement) | ακαθαρσίες ουσ θηλ πλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| Can't you flush your waste down the toilet properly?! |
waste n | (sewage) | λύματα ουσ ουδ πλ |
| Sewage pipes carry the waste of many households to the sewage plant. |
waste n | (chemical by-product) | απόβλητα επίθ ως ουσ ουδ πλ |
| Many chemical plants produce huge amounts of waste. |
waste n | (act of laying to waste) | εγκατάλειψη ουσ θηλ |
| The waste of the city followed a long siege. |
wastes npl | (desert) | ερημιά ουσ θηλ |
| He found himself alone in the wastes of the Sahara. |
| Βρέθηκε ολομόναχος στην ερημιά της Σαχάρα. |
waste [sb/sth]⇒ vtr | always passive (fail to be appreciated) | χαραμίζομαι ρ αμ |
| She is wasted on him as he does not appreciate her fine qualities. |
| Χαραμίζεται μαζί του μια που εκείνος δεν εκτιμά τα καλά στοιχεία της. |
waste [sth]⇒ vtr | (lay to waste, destroy) | καταστρέφω ρ μ |
| The soldiers wasted the enemy village. |
| Οι στρατιώτες κατέστρεψαν το εχθρικό χωριό. |
waste [sb]⇒ vtr | US, slang, figurative (kill) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) | καθαρίζω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | ξεκάνω, ξεπαστρεύω ρ μ |
| The gangster bragged that he had wasted the rival gang member. |
| Ο γκάνγκστερ περηφανευόταν ότι καθάρισε το μέλος της αντίπαλης συμμορίας. |