inefficient

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɪnɪˈfɪʃənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌɪnɪˈfɪʃənt/ ,USA pronunciation: respelling(in′i fishənt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inefficient adj (wasting effort)αναποτελεσματικός επίθ
 Their way of doing it has always seemed inefficient to me.
 Ο τρόπος που το κάνουν πάντα μου φαινόταν αναποτελεσματικός.
inefficient adj (wasting resources) (μέθοδος)αναποτελεσματικός, αντιπαραγωγικός επίθ
  μη αποδοτικός περίφρ
 Inefficient use of water eventually led to restrictions.
 Η αναποτελεσματική χρήση του νερού οδήγησε κάποια στιγμή σε περιορισμούς.
 Η μη αποδοτική χρήση του νερού οδήγησε κάποια στιγμή σε περιορισμούς.
inefficient adj (person: incompetent) (άνθρωπος)ανίκανος, ανεπαρκής επίθ
 He was the most inefficient secretary I ever had.
 Είναι ο πιο ανίκανος (or: ανεπαρκής) γραμματέας που είχα ποτέ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'inefficient' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inefficient στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inefficient».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!