helpless

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhɛlpləs/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈhɛlplɪs/ ,USA pronunciation: respelling(helplis)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
helpless adj (defenceless)αβοήθητος επίθ
  απροστάτευτος επίθ
 The bear cubs were totally helpless without their mother.
 Τα αρκουδάκια ήταν εντελώς απροστάτευτα χωρίς τη μητέρα τους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
helpless adj (unable to do things)ανίκανος, άχρηστος επίθ
  που δεν έχει ιδέα, που δεν ξέρει τίποτα περίφρ
  (καθομιλουμένη)που δεν ξέρει τι του γίνεται περίφρ
 Jim was totally helpless in the kitchen.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'helpless' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a helpless (little) [girl, kitten, baby], a helpless [student, parent, solider, individual, person], [was, felt] helpless to [stop, prevent, resist, change, save], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση helpless στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «helpless».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!