veil

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈveɪl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/veɪl/ ,USA pronunciation: respelling(vāl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
veil n (gauzy face covering)πέπλο ουσ ουδ
  (μπροστά στο πρόσωπο)βέλο ουσ ουδ άκλ
 The bride wore a veil.
 Η νύφη φορούσε πέπλο.
veil n (Middle Eastern garment) (στο κεφάλι)μαντίλα ουσ θηλ
  (μπροστά στο πρόσωπο)φερετζές ουσ αρσ
  (κεφάλι και πρόσωπο)τσαντόρ ουσ ουδ άκλ
  μπούρκα ουσ θηλ
Σχόλιο: Υπάρχουν πολλοί τύποι, συνεπώς η απόδοση εξαρτάται από την εκάστοτε περίπτωση.
 Some Muslim women wear the veil.
 Μερικές μουσουλμάνες φορούν μαντίλα.
veil of [sth] n figurative ([sth] that covers/conceals) (μεταφορικά: με γενική)πέπλο ουσ ουδ
 Internet trolls hide behind a veil of anonymity.
veil [sth/sb] vtr (cover with veil) (με πέπλο, βέλο)καλύπτω ρ μ
  σκεπάζω ρ μ
  (μεταφορικά)κρύβω ρ μ
Σχόλιο: Αν απαιτείται μεγαλύτερη ακρίβεια προστίθεται ως διευκρίνιση το μέσο με το οποίο καλύπτεται/κρύβεται κάτι.
 The bride veiled her face.
 Η νύφη κάλυψε το πρόσωπό της.
veil [sth] vtr figurative (conceal)κρύβω ρ μ
  (μεταφορικά, καθομ)κουκουλώνω ρ μ
 William managed to veil his dislike of his work colleague.
 Ο Γουίλιαμ κατάφερε να κρύψει την αντιπάθειά του για τον συνάδελφό του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
veil n (part of nun's headdress)μαντίλι ουσ ουδ
  (επίσημο)κουκούλιον ουσ ουδ
 The nun adjusted her veil.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
draw a veil over [sth] v expr (subject: not discuss)αποφεύγω να συζητώ κτ έκφρ
  αποκρύπτω ρ μ
  (για κτ παράνομο)συγκαλύπτω ρ μ
veil of secrecy n figurative (barrier to knowing) (μεταφορικά)πέπλο μυστηρίου φρ ως ουσ ουδ
 Plans for the President's visit are wrapped in a veil of secrecy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'veil' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: veiled her [face, eyes, hair], veiled [it, the whole thing] in [doubt, secrecy, mystery], the [whole affair, information, news, press conference] was veiled in [doubt], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση veil στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «veil».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!