|
- From the verb trim: (⇒ conjugate)
- trimming is: ⓘClick the infinitive to see all available inflections
- v pres p
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
trimmings npl | (food: accompaniments) (φαγητού) | συνοδευτικά ουσ ουδ πλ |
| | γαρνιτούρα ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη, αργκό) | μπινελίκια ουσ ουδ πλ |
| We have turkey with all the trimmings at Christmas. |
| Τα Χριστούγεννα τρώμε γαλοπούλα με όλα τα συνοδευτικά. |
| Τα Χριστούγεννα τρώμε γαλοπούλα με γαρνιτούρα. |
trimmings npl | (pieces cut off [sth]) | ξακρίδια, ξακρίσματα ουσ ουδ πλ |
| (επίσημο) | απορρρίματα κοπής περίφρ |
| (γενικά) | περισσεύματα, απομεινάρια ουσ ουδ πλ |
| | υπολείμματα ουσ ουδ πλ |
| I hope you're going to pick up all these trimmings you've left. |
| Ελπίζω να μαζέψεις όλα τα απομεινάρια που άφησες. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
trim [sth]⇒ vtr | (cut: hair) | κόβω, κουρεύω ρ μ |
| (μεταφορικά, καθομ: λίγο) | παίρνω ρ μ |
| | παίρνω τις άκρες περίφρ |
| The hairdresser trimmed John's hair. |
| Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον. |
trim [sth] vtr | (plant, grass: cut) | κλαδεύω ρ μ |
| (γκαζόν, χορτάρι) | κουρεύω ρ μ |
| Melanie trimmed the hedge to make it look neat. |
| Η Μέλανι κλάδεψε τον φράκτη με τους θάμνους για να τον κάνει να φαίνεται περιποιημένος. |
trim [sth] vtr | (cut: a beard) | κόβω ρ μ |
| | ψαλιδίζω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | τριμάρω ρ μ |
| Henry trims his beard regularly. |
| Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του. |
trim n | (hair, beard: cut) | κόψιμο ουσ ουδ |
| (μόνο μαλλιά) | κούρεμα ουσ ουδ |
| (μόνο γένια) | ψαλίδισμα ουσ ουδ |
| (καθομ: μόνο γένια) | τριμάρισμα ουσ ουδ |
| My hair's getting a bit long; it needs a trim. |
| Τα μαλλιά μου έχουν παραμακρύνει· χρειάζονται κούρεμα. |
trim adj | (neat, tidy) | τακτοποιημένος μτχ πρκ |
| | καθαρός επίθ |
| | περιποιημένος μτχ πρκ |
| The lawns in this neighborhood are all kept trim. |
trim adj | (person: slim) | αδύνατος, λεπτός επίθ |
| | σε φόρμα φρ ως επίθ |
| Harriet is a trim woman, probably because she eats healthily and does a lot of exercise. |
| Η Χάριετ είναι μια λεπτή γυναίκα, μάλλον επειδή τρώει υγιεινά και γυμνάζεται πολύ. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
trim n | (plane: angle between axes) (αεροναυπηγική: ρύθμιση πηδαλίων) | αντιστάθμιση ουσ θηλ |
Σχόλιο: Με τη λειτουργία της αντιστάθμισης, το αεροσκάφος συνεχίζει να πετά κάτω από τις ίδιες συνθήκες πτήσης με αυτές που επικρατούσαν, προτού ο πιλότος αφήσει τα χειριστήρια. | | The pilot adjusted the trim, then put the plane on autopilot. |
| Ο πιλότος ρύθμισε το σύστημα αντιστάθμισης και έθεσε το αεροπλάνο στον αυτόματο πιλότο. |
trim n | (car: interior decor) | επένδυση ουσ θηλ |
| | διακοσμητικά στοιχεία επίθ + ουσ ουδ πλ |
| When you buy a new car, you can usually choose the trim. |
trim n | (decorative mouldings) (αρχιτεκτονική) | κορνίζα ουσ θηλ |
| (πιο γενικά) | διακοσμητικά στοιχεία επίθ + ουσ ουδ πλ |
| The house still had the original doors, windows, and trim. |
trim n | (direction of ship's sails) (ιστιοπλοΐα: θέση σκάφους) | διαγωγή ουσ θηλ |
| The crew adjusted the trim to take full advantage of the wind. |
| Το πλήρωμα ρύθμισε τη διαγωγή του πλοίου, για να εκμεταλλευτεί, πλήρως, τη διεύθυνση του ανέμου. |
trim [sth] vtr | (cut, reduce size) | μειώνω, περικόπτω ρ μ |
| | κάνω περικοπές σε κτ περίφρ |
| (μεταφορικά) | κόβω ρ μ |
| This department will have to trim its budget next year. |
trim [sth] vtr | figurative (edit, cut) | συντομεύω ρ μ |
| | περικόπτω ρ μ |
| (μεταφορικά) | κόβω ρ μ |
| This is a good essay, but it's too long; could you trim it a bit? |
trim [sth] vtr | (cut to shape or size) | κόβω ρ μ |
| The dressmaker trimmed the material to fit the pattern. | | The carpenter trimmed the boards to size. |
trim [sth] with [sth] vtr + prep | (decorate) (κάτι με κάτι) | στολίζω, διακοσμώ ρ μ |
| The family trimmed the Christmas tree with tinsel and baubles. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Phrasal verbs trim | trimming |
trim [sth] down, trim down [sth] vtr phrasal sep | figurative, informal (edit, cut length of) | περιορίζω, μικραίνω ρ μ |
| (επίσημο) | περικόπτω ρ μ |
| The author's publishers asked her to trim down her novel. |
trim down vi phrasal | figurative (lose weight) | αδυνατίζω ρ αμ |
| Philip has really trimmed down since he started that diet. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'trimming' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|