trend

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtrɛnd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/trɛnd/ ,USA pronunciation: respelling(trend)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trend n (tendency)τάση ουσ θηλ
 There is a trend towards better management here.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Υπάρχει μια τάση πιο φιλικής προσέγγισης των εργαζομένων στην εταιρεία.
trend n (custom, fashion)τάση ουσ θηλ
  μόδα ουσ θηλ
 His sister was always up with the latest trends.
 Η αδελφή του πάντα ακολουθούσε τις τελευταίες τάσεις της μόδας.
 Η αδελφή του πάντα ακολουθούσε τη μόδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trend n (direction)τάση ουσ θηλ
 The general trend is upward for this stock.
 Η γενική τάση για αυτή τη μετοχή είναι ανοδική.
trend vi (direction)έχω... τάση περίφρ
 The stock is trending upward.
 Η μετοχή έχει ανοδική τάση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
buck the trend v expr (go against what is usual)πάω ενάντια στο κατεστημένο περίφρ
  πάω ενάντια στο ρεύμα περίφρ
downward trend n (general decrease)τάση υποχώρησης ουσ θηλ
 Will this downward trend in the markets never stop?
on-trend,
on trend
adj
(fashionable)μοδάτος επίθ
  της μόδας περίφρ
  (καθομιλουμένη)τρέντι επίθ άκλ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
trend analysis n (predicting stock market from past activity)χρηματοοικονομική ανάλυση τάσεων ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Trend analysis predicts the stock index will soon pass 10,000 points.
trendsetter,
trend-setter
n
([sb] who starts a fashion) (καθομιλουμένη: μόδα)trendsetter ουσ αρσ/θηλ άκλ
  (πιο επίσημο ύφος)αυτός που ξεκινά μια μόδα περίφρ
 Serena is a pop star and a trendsetter in the world of fashion.
upward trend n (continued rise)ανοδική τάση επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'trend' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [topic, celebrity, story] is trending [heavily, on social media], the [current, historic, latest] trend, trend [analysts, analysis, graphs], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση trend στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «trend».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!