thumping

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈθʌmpɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(thumping)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: thumping, thump

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
thumping n (dull striking sound)χτύπος, γδούπος ουσ αρσ
 We could hear the thumping of music from the party all night.
thumping adj (throbbing, pounding)παλλόμενος μτχ ενεστ
  που πάλλεται περίφρ
 I have a thumping pain in my head that won't stop.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
thump [sb] vtr (punch: [sb])χτυπάω, χτυπώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)κοπανάω, κοπανώ ρ μ
  (με τη γροθιά)ρίχνω γροθιά, ρίχνω μπουνιά περίφρ
 If he comes toward you, thump him.
 Αν έρθει προς το μέρος σου, χτύπα τον.
thump [sth] vtr (hit hard)χτυπάω, χτυπώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)κοπανάω, κοπανώ ρ μ
 I accidentally thumped him on the head with my spade.
 Τον χτύπησα κατά λάθος στο κεφάλι με το φτυάρι μου.
thump vi (heart: beat hard)χτυπάω δυνατά ρ αμ + πρόθ
 Jon's heart was thumping as he went down the stairs into the basement.
thump n (punch, blow)χτύπημα ουσ ουδ
  (με το χέρι κλειστό)γροθιά, μπουνιά ουσ θηλ
 The boxer felt his opponent's thump.
 Ο μποξέρ ένιωσε το χτύπημα του αντιπάλου του.
thump n (hitting sound)βρόντος, γδούπος ουσ αρσ
 The box hit the ground with a thump.
 Το κουτί έκανε ένα γδούπο όταν έπεσε στο έδαφος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
thumping | thump
ΑγγλικάΕλληνικά
pounding headache,
thumping headache
n
informal (head pain)σφύζων πονοκέφαλος επίθ + ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)πονοκέφαλος που κάνει το κεφάλι μου να σπάσει περίφρ
 I've been off work today with a pounding headache.
tub-thumping n figurative (loud, vociferous public speaking) (μεταφορικά ή κυριολεκτικά)φωνές ουσ θηλ πλ
  (μεταφορικά)ρητορεία ουσ θηλ
tub-thumping adj figurative (loud and vociferous)έντονος επίθ
  πιεστικός επίθ
  (μεταφορικά ή κυριολεκτικά)με φωνές περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση thumping στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «thumping».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!