• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
thrower n (person who throws a ball)αυτός που ρίχνει περίφρ
  (σπάνιο)ρίπτης, ρίπτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 After the rock hit him in the back, Charlie looked around for the thrower.
thrower n (sports: javelin, etc.)ρίπτης, ρίπτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
Σχόλιο: Συνηθέστερα χρησιμοποιείται μία λέξη κατά περίπτωση, ανάλογα με το άθλημα, π.χ. ακοντιστής, ακοντίστρια, σφαιροβόλος, δισκοβόλος κ.λπ.
 The track team has three throwers, but we'd like to recruit more.
thrower n (person who throws a weapon)ρίπτης, ρίπτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The archers and throwers were positioned on the front line of the battle.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
snowblower,
snow blower,
snow thrower
n
(machine: clears snow)εκχιονιστικό μηχάνημα
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση thrower στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «thrower».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!