• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: tested, test

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tested adj (checked)ελεγμένος μτχ πρκ
  δοκιμασμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)τσεκαρισμένος μτχ πρκ
 Some of the tested products were found to be unsafe.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
test n (examination)διαγώνισμα ουσ ουδ
  εξετάσεις ουσ θηλ πλ
  (καθομιλουμένη)τεστ ουσ ουδ άκλ
 I have a German test today; I hope I get good results.
 Σήμερα έχω διαγώνισμα στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό.
 Σήμερα έχω εξετάσεις στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό.
 Σήμερα έχω τεστ στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό.
test n (analysis)δοκιμή ουσ θηλ
  (ιατρική)εξέταση ουσ θηλ
 The scientists are going to run their tests.
 Οι επιστήμονες θα κάνουν τις δοκιμές τους.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγα στο γιατρό για να κάνω μια εξέταση αίματος.
test n (performance check, evaluation)δοκιμή ουσ θηλ
  έλεγχος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)τεστ ουσ ουδ άκλ
 The scientists plan to run a final test on the rocket at the end of the month.
 Οι επιστήμονες σκοπεύουν να κάνουν μια τελευταία δοκιμή του πυραύλου στο τέλος του μήνα.
test [sth] vtr (check performance)ελέγχω ρ μ
 The sensors will test the strength of the fibres.
 Οι αισθητήρες θα ελέγξουν την αντοχή των ινών.
test [sb],
test [sb] for [sth]
vtr
(perform medical check)εξετάζω ρ μ
  κάνω εξέταση ρ έκφρ
 The doctor tested Mark for TB.
 Ο γιατρός έκανε εξετάσεις φυματίωσης στον Μαρκ.
test [sb],
test [sb] on [sth]
vtr
(check knowledge) (στο σχολείο)εξετάζω ρ μ
  εξετάζω κπ σε κτ ρ μ + πρόθ
  (σε άλλη περίπτωση)ελέγχω τις γνώσεις κπ έκφρ
  ελέγχω κπ σε κτ ρ μ + πρόθ
 The teacher tested the students on what they had learnt that term.
test [sth] vtr (try out)ελέγχω ρ μ
  δοκιμάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)τεστάρω ρ μ
 I want to test the program today to see if it works.
 Θέλω να ελέγξω το πρόγραμμα για να δω αν δουλεύει.
test [sth],
test [sth] for [sth]
vtr
(analyse)εξετάζω ρ μ
  κάνω ανάλυση, κάνω εξέταση περίφρ
 Neil is having his urine tested for various disorders.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
test n (criterion)κριτήριο ουσ ουδ
  αυτό που ξεχωρίζει περίφρ
 The test of a good athlete is discipline.
 Το κριτήριο του καλού αθλητή είναι η πειθαρχία.
 Αυτό που ξεχωρίζει τον καλό αθλητή είναι η πειθαρχία.
test n (cricket: test match)φιλικός αγώνας επίθ + ουσ αρσ
 England performed well in today's test against India.
test vi US, informal (achieve a test result) (στο τεστ, διαγώνισμα)παίρνω...βαθμό περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 My brother always tests well.
 Ο αδερφός μου πάντα παίρνει καλό βαθμό στα τεστ.
test [sth] vtr (put under strain)βάζω σε δοκιμασία περίφρ
  δοκιμάζω ρ μ
 The long wait tested Jessica's patience.
 The realisation that the project was more difficult than he had thought tested Tim's resolve.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
test | tested
ΑγγλικάΕλληνικά
test [sth] out vtr phrasal sep (try, use experimentally)δοκιμάζω ρ μ
 I think I'll test out this new floor polish.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
tested | test
ΑγγλικάΕλληνικά
time-tested adj (proved effective over time)δοκιμασμένος στον χρόνο φρ ως επίθ
tried and tested adj (proved to work)δοκιμασμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'tested' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tested στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tested».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!