• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
take part v expr (participate)συμμετέχω ρ αμ
 Join us at our rehearsal tonight if you'd like to take part.
 Έλα μαζί μας στην πρόβα απόψε αν θέλεις να συμμετάσχεις.
take part in [sth] v expr (join in)συμμετέχω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  παίρνω μέρος σε κτ έκφρ
 She was angry and did not take part in the festivities.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
take an active part,
take an active role
v expr
(be fully involved)συμμετέχω ενεργά ρ αμ + επίρ
 Emily takes an active part in the chess club.
take an active part in [sth],
take an active role in [sth]
v expr
(be involved)συμμετέχω ενεργά σε κτ περίφρ
 He refused to take an active part in the discussion.
take no part in [sth] v expr (not participate)δεν συμμετέχω σε κτ περίφρ
  δεν παίρνω μέρος σε κτ περίφρ
 Shirley hates dancing, and says she'll take no part in it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'take part' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση take part στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «take part».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!