WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
take advantage of [sth] v expr (make the most of)εκμεταλλεύομαι ρ μ
 I took advantage of the situation.
 Εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση.
take advantage of [sb/sth] v expr (exploit)εκμεταλλεύομαι ρ μ
 People who run scams try to take advantage of gullible internet users.
 Όσοι κάνουν απάτες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τους εύπιστους χρήστες του ίντερνετ.
take advantage vtr + n (exploit [sb])εκμεταλλεύομαι ρ μ
 I know she's very generous, but you shouldn't take advantage!
 Ξέρω ότι είναι πολύ γενναιόδωρη, αλλά δεν πρέπει να την εκμεταλλεύεσαι!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'take advantage' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση take advantage στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «take advantage».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!