surprisingly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/sərˈpraɪzɪŋli/

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
surprisingly adv (unexpectedly)ανέλπιστα, απροσδόκητα επίρ
  (κάποιου)προς έκπληξη έκφρ
  περιέργως, παραδόξως επίρ
  (εμφατικός τύπος)όλως περιέργως, όλως παραδόξως όλως περιέργως, όλως παραδόξως
 Claire speaks Japanese surprisingly well.
 Η Κλαίρη μιλάει ανέλπιστα καλά Ιαπωνικά.
surprisingly adv (it is surprising that)περιέργως επίρ
  παραδόξως επίρ
  (για έμφαση)όλως περιέργως, όλως παραδόξως όλως περιέργως, όλως παραδόξως
 Surprisingly, some Christians do not celebrate Easter.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'surprisingly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: was surprisingly [near, close, far, short], was surprisingly [difficult, tough, hard] to, that was surprisingly [easy, simple, straightforward], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση surprisingly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «surprisingly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!