WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
surplus adj | (extra) | πλεονάζων, πλεονασματικός επίθ |
| | επιπλέον επίρ ως επίθ |
| (καθομιλουμένη) | παραπανίσιος επίθ |
| | που περισσεύει περίφρ |
| My neighbour's French bean and courgette plants produced more than she could eat this summer, so she gave me the surplus vegetables. |
| Οι φασολιές και οι κολοκυθιές της γειτόνισσάς μου παρήγαγαν περισσότερα από ότι μπορούσε να φάει φέτος το καλοκαίρι και έτσι μου έδωσε τα πλεονάζοντα λαχανικά. |
surplus n | (extra quantity) | πλεόνασμα ουσ ουδ |
| The suppliers got the order wrong and delivered 3,000 copies of the book instead of 300. The boss is on the phone to them now, trying to get them to come back and pick up the surplus. |
| Οι προμηθευτές έκαναν λάθος στην παραγγελία και παρέδωσαν 3.000 αντίγραφα του βιβλίου αντί για 300. Το αφεντικό μιλάει μαζί τους στο τηλέφωνο τώρα, προσπαθώντας να τους κάνει να έρθουν πίσω και να πάρουν το πλεόνασμα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: