straddle

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈstrædəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈstrædəl/ ,USA pronunciation: respelling(stradl)

Inflections of 'straddle' (v): (⇒ conjugate)
straddles
v 3rd person singular
straddling
v pres p
straddled
v past
straddled
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
straddle [sth/sb] vtr (sit with a leg on each side of)καβαλάω, καβαλώ ρ μ
  (σε κάτι)κάθομαι με ένα πόδι σε κάθε πλευρά περίφρ
 The young man turned the chair backwards and straddled it.
 Ο νεαρός γύρισε την καρέκλα ανάποδα και την καβάλησε.
straddle [sth] vtr (span)γεφυρώνω ρ αμ
  απλώνομαι πάνω από κτ, εκτείνομαι πάνω από κτ περίφρ
 A bridge straddled the gorge.
 Μια γέφυρα εκτεινόταν πάνω από το φαράγγι.
straddle [sth] vtr US, figurative (be equivocal about) (για κάποιο θέμα)δεν παίρνω θέση περίφρ
  υποστηρίζω και τις δύο απόψεις περίφρ
  μιλάω διφορούμενα για κτ ρ αμ + επίρ
  (με διαφορετική σύνταξη)υπεκφεύγω ρ αμ
 The senator was straddling the question.
 Ο γερουσιαστής δεν πήρε θέση στο ερώτημα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
straddle n US (finance: type of purchase)αγορά διπλής οψιόν φρ ως ουσ θηλ
  αγορά straddle φρ ως ουσ θηλ
 A straddle is a wise investment strategy when the market is expected to be volatile.
straddle n (poker: double blind)straddle ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'straddle' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [spread, extended] his leg into a straddle, her legs [flailed, swung] into a straddle, straddle a [chair, wall, horse], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση straddle στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «straddle».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!