start up



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: start up, startup

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
start [sth] up vtr phrasal sep (machine: switch on)βάζω μπροστά, βάζω μπρος περίφρ
 Start up your computer and log in to the network.
 Βάλε μπροστά τον υπολογιστή σου και συνδέσου στο δίκτυο.
start [sth] up vtr phrasal sep (business: open, form) (για επιχειρήσεις)ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω ρ μ
 Melissa has started up a business from her home.
 Η Μελίσα ξεκίνησε μια επιχείρηση από το σπίτι της.
start [sth] up,
start [sth] up
vtr phrasal sep
(project: initiate)ξεκινώ ρ μ
  αρχίζω ρ μ
 The village had no cricket club, so Mike decided to start one up.
start up vi phrasal (new business: begin operating) (εταιρεία)ιδρύομαι, δημιουργούμαι, συστήνομαι ρ αμ
  αρχίζω να λειτουργώ περίφρ
 A new company is starting up in the area and they want to recruit local people.
 Ιδρύεται καινούργια εταιρεία στην περιοχή. Οι υπεύθυνοι επιθυμούν να προσλάβουν ντόπιο πληθυσμό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
startup,
also UK: start-up
n
(computing: switching on)εκκίνηση ουσ θηλ
  ενεργοποίηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)άνοιγμα ουσ ουδ
 You should check which programs run automatically at startup.
startup,
also UK: start-up
n
(machine: activation)εκκίνηση ουσ θηλ
  ενεργοποίηση ουσ θηλ
 The machine makes an odd sound on startup.
startup,
startup company,
startup business,
also UK: start-up,
start-up company,
start-up business
n
(new business)νεοφυής επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)start-up, startup ουσ θηλ άκλ
 Kirsten quit her job at a software company to join a startup.
 Most start-up businesses fail within the first two years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
startup,
also UK: start-up
n as adj
(relating to starting)αρχικός επίθ
  (σε γενική)εκκίνησης ουσ θηλ
 The entrepreneurs arranged a meeting with the bank to secure their startup capital.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
start up | startup
ΑγγλικάΕλληνικά
start up again vi phrasal + adv (recommence)ξαναξεκινάω ρ μ
 After ten minutes, the motor started up again.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
startup | start up
ΑγγλικάΕλληνικά
startup business (US),
start-up business (UK)
n as adj
(new business)νεοφυής επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)start-up, startup ουσ θηλ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'start up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση start up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «start up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!