WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| sponsored adj | (to raise funds) (για καλό σκοπό) | επιδοτούμενος, επιχορηγούμενος μτχ πρκ |
| | (γενικά) | φιλανθρωπικός επίθ |
| | The foundation put on a sponsored dinner to raise money for cancer research. |
| -sponsored adj | (funded, financed) | επιδοτούμενος από, επιχορηγούμενος από μτχ πρκ + πρόθ |
| | | υπό την αιγίδα του έκφρ |
| | | με επιδότηση του έκφρ |
| | | με την υποστήριξη του έκφρ |
| Σχόλιο: Used in combination |
| | The country's government is accused of state-sponsored terrorism. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| sponsor n | (patron) | χορηγός ουσ αρσ/θηλ |
| | | υποστηρικτής, υποστηρίκτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | This company is the sponsor of the national rugby team. |
| | Αυτή η εταιρεία είναι ο χορηγός της εθνικής ομάδας ράγκμπυ. |
| sponsor n | (advertising) | χορηγός ουσ αρσ/θηλ |
| | | σπόνσορας ουσ αρσ |
| | The TV channel asked a car manufacturer to be the sponsor of its new drama series. |
| | Το τηλεοπτικό κανάλι ζήτησε έναν κατασκευαστή αυτοκινήτων να γίνει ο χορηγός της καινούργιας δραματικής σειράς. |
| sponsor [sb]⇒ vtr | (pay expenses for) | χρηματοδοτώ ρ μ |
| | (επίσημο) | παρέχω τους πόρους σε κπ περίφρ |
| | The company sponsored the gifted student during his time at university. |
| | Η εταιρεία χρηματοδότησε τον ταλαντούχο μαθητή κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών του σπουδών. |
| sponsor [sth/sb]⇒ vtr | (advertise to support) (με γενική) | είμαι χορηγός, είμαι σπόνσορας ρ έκφρ |
| | (καθομιλουμένη) | σπονσοράρω ρ μ |
| | A DIY store sponsors this home improvement programme on the TV. |
| | Ένα μαγαζί τύπου «καντο-μόνος-σου» είναι ο χορηγός αυτού του προγράμματος ανακαινίσεων σπιτιών στην τηλεόραση. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| sponsor [sth]⇒ vtr | (legislation) | υποστηρίζω ρ μ |
| | The senator is sponsoring the bill. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: