• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: split-off, split off
Ο όρος 'split-off' παραπέμπει στον όρο 'split off'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'split-off' is cross-referenced with 'split off'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
split-off n (corporate restructuring)απόσχιση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
split off vi phrasal (break away, separate)αποσχίζομαι ρ αμ
  αποσπώμαι ρ μ
 The dissenters split off and formed a rival group.
split off from [sth/sb] vi phrasal + prep (separate from group)αποσχίζομαι από κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
  απομακρύνομαι από κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
  χωρίζομαι από κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 A number of left-wing politicians split off from the party to form a new one.
 Αρκετοί αριστεροί πολιτικοί αποσχίστηκαν από το κόμμα για να σχηματίσουν ένα νέο.
split [sth] off,
split off [sth]
vtr + adv
(break [sth] off) (και αποκόπτω)σπάω ρ μ
  κόβω ρ μ
split [sth] off from [sth],
split off [sth] from [sth]
vtr + prep
(break [sth] off [sth])σπάω κτ από κτ ρ μ + πρόθ
  κόβω κτ από κτ ρ μ + πρόθ
 Jason split off a branch from the tree and used it as firewood.
split-off n (act of breaking off from)απόσπαση ουσ θηλ
  σπάσιμο ουσ ουδ
split-off n ([sth] broken off)κτ που έχει αποσπαστεί περίφρ
  κτ που έχει αποσχισθεί περίφρ
 This political party started life as a split-off from one of the country's two major parties.
 Το κόμμα ξεκίνησε ξεκίνησε μετά την απόσχιση από ένα εκ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της χώρας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'split-off' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση split-off στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «split-off».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!