• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: soundproofing, soundproof

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
soundproofing n (materials to soundproof [sth])ηχομόνωση ουσ θηλ
  ηχομονωτικό υλικό επίθ + ουσ ουδ
soundproofing n (action of making soundproof)ηχομόνωση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
soundproof adj (sealed against noise)ηχομονωμένος επίθ
  που έχει ηχομόνωση περίφρ
 Don't worry about making noise; the room is soundproof.
soundproof [sth] vtr (seal against noise)ηχομονώνω ρ μ
 Dan soundproofed his basement so he could practice drums without bothering his neighbors.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'soundproofing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση soundproofing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «soundproofing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!