• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sour cream,
also UK: soured cream
n
(soured dairy product)sour cream ουσ θηλ άκλ
  ξινή κρέμα επίθ + ουσ θηλ
 The trick to a rich devil's food cake is to use some sour cream or buttermilk.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο μεξικάνικο εστιατόριο σερβίρουν τα μπουρίτο με γκουακαμόλε και sour cream.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sour cream στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sour cream».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!