sordid

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsɔːrdɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsɔrdɪd/ ,USA pronunciation: respelling(sôrdid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sordid adj (morally distasteful)πρόστυχος, ποταπός, αχρείος επίθ
 Don't tell me the sordid details of your love affair.
sordid adj (dirty or squalid)βρώμικος, βρόμικος επίθ
  άθλιος επίθ
  ρυπαρός επίθ
 We had to cancel the hotel reservation because my wife refused to stay in such a sordid place.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sordid adj (self-seeking, mercenary)ιδιοτελής επίθ
  για εγωιστικούς λόγους περίφρ
  (κέρδος, όφελος)προσωπικός επίθ
 The banker's actions were motivated by sordid gain.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sordid' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sordid στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sordid».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!