soothing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsuːðɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(so̅o̅ᵺing)

From the verb soothe: (⇒ conjugate)
soothing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: soothing, soothe

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
soothing adj (providing comfort)κατευναστικός, καθησυχαστικός επίθ
  (πχ για ενόχληση, δυσφορία)καταπραϋντικός επίθ
 Edward made a soothing gesture, trying to reassure the frightened animal.
 Ο Έντουαρντ έκανε μια κατευναστική χειρονομία, προσπαθώντας να καθησυχάσει το φοβισμένο ζώο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
soothe [sb/sth] vtr (comfort, calm) (κάποιον ή κάτι)κατευνάζω, ανακουφίζω ρ μ
  (κάτι)καταπραΰνω, μετριάζω ρ μ
  (κάποιον)παρηγορώ, καθησυχάζω, ηρεμώ ρ μ
 Maggie did her best to soothe the crying child.
 Η Μάγκυ έκανε ό,τι μπορούσε για να καθησυχάσει το παιδί που έκλαιγε.
soothe [sth] vtr (pain, irritation: reduce)καταπραΰνω, μετριάζω ρ μ
  αμβλύνω ρ μ
  (μτφ: τον πόνο)ανακουφίζω ρ μ
  καλμάρω ρ μ
 The ointment soothed the burning sensation of the wound on Jim's leg.
 Η αλοιφή μετρίασε το αίσθημα καύσου στην πληγή στο πόδι του Τζιμ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
soothing | soothe
ΑγγλικάΕλληνικά
self-soothing n (technique: comforting yourself)το να ηρεμώ τον εαυτό μου περίφρ
  το να ηρεμώ από μόνος μου περίφρ
self-soothing adj (technique: comforting self)αυτοηρεμιστικός επίθ
soothing words npl ([sth] said to console)παρηγορητικά λόγια έκφρ
 The man's soothing words did little to comfort Wendy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'soothing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a soothing (cup of) [tea, coffee, cocoa], a soothing [drink, cocktail, bath], a soothing soak (in the bath), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση soothing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «soothing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!