WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
snapshot n | (snap: quick photo) | φωτογραφία, εικόνα ουσ θηλ |
| | στιγμιότυπο ουσ ουδ |
| (σε υπολογιστή) | στιγμιότυπο οθόνης φρ ως ουσ ουδ |
| Brian took a snapshot of the view. |
| Ο Μπράιαν τράβηξε μια φωτογραφία της θέας. |
snapshot n | figurative (depicts momentary condition) | στιγμιότυπο ουσ ουδ |
| | σκηνή ουσ θηλ |
| This novel provides a snapshot of life in rural Britain at the turn of the century. |
| Αυτό το μυθιστόρημα είναι ένα στιγμιότυπο από τη ζωή στην αγροτική Βρετανία στο τέλος του αιώνα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
snap shot n | (sports: sudden goal shot) | είδος βολής στο χόκεϋ επί πάγου |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |