smuggle

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsmʌgəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsmʌgəl/ ,USA pronunciation: respelling(smugəl)

Inflections of 'smuggle' (v): (⇒ conjugate)
smuggles
v 3rd person singular
smuggling
v pres p
smuggled
v past
smuggled
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
smuggle vi (deal in contraband goods)κάνω λαθρεμπόριο, ασχολούμαι με το λαθρεμπόριο περίφρ
 Ben has been smuggling for years now and he's never been caught.
 Ο Μπεν κάνει λαθρεμπόριο εδώ και χρόνια και δεν τον έχουν πιάσει ποτέ.
smuggle [sth] vtr (import [sth] illegally)εισάγω λαθραία, εισάγω παράνομα ρ μ + επίρ
  φέρνω λαθραία, φέρνω παράνομα ρ μ + επίρ
 Kate was caught smuggling drugs.
 Η Κέιτ συνελήφθη να εισάγει λαθραία ναρκωτικά.
smuggle [sth] in vtr + adv (bring [sth] in against rules)φέρνω κτ λαθραία ρ μ + επίρ
  (καθομιλουμένη)φέρνω κτ στα κρυφά, φέρνω κτ στα κλεφτά, περνάω κτ στα κρυφά, περνάω κτ στα κλεφτά έκφρ
  (καθομιλουμένη, πιο απλά)περνάω ρ μ
 Janice was in hospital and the doctors had put her on a strict diet, so she asked her husband to smuggle in some chocolate.
 Despite the security measures at prisons, people still manage to smuggle in drugs.
 Η Τζάνις ήταν στο νοσοκομείο και οι γιατροί την έβαλαν σε αυστηρή δίαιτα και έτσι ζήτησε από τον άνδρα της να της φέρει λαθραία λίγη σοκολάτα. // Παρά τα μέτρα ασφαλείας στις φυλακές, οι άνθρωποι ακόμη καταφέρνουν να φέρνουν λαθραία ναρκωτικά.
smuggle [sth] into [sth] vtr + prep (bring [sth] in against rules) (κάτι σε κάτι)φέρνω λαθραία ρ μ + επίρ
  (καθομιλουμένη: κτ σε κτ)φέρνω στα κρυφά, φέρνω στα κλεφτά, περνάω στα κρυφά, περνάω στα κλεφτά έκφρ
  (καθομ, απλά: κτ σε κτ)περνάω ρ μ
 The visitor smuggled a hacksaw blade into the jail so that the prisoner could escape.
 Ο επισκέπτης έφερε λαθραία μια λεπίδα από πριόνι στη φυλακή ώστε ο φυλακισμένος να μπορέσει να αποδράσει.
smuggle [sth] out vtr + prep figurative (take [sth] out against rules)βγάζω λαθραία ρ μ + επίρ
  (καθομιλουμένη)βγάζω στα κρυφά, βγάζω στα κλεφτά, περνάω στα κρυφά, περνάω στα κλεφτά έκφρ
  (καθομιλουμένη, πιο απλά)περνάω ρ μ
 Dan liked the beer glass so he smuggled it out under his jacket.
 Στον Νταν άρεσε το ποτήρι της μπύρας και έτσι το έβγαλε έξω λαθραία κάτω από το μπουφάν του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'smuggle' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
run
Συμφράσεις: smuggle (in) [drugs, people, weapons], smuggle [drugs] in a [boat, truck, container], smuggle [drugs] out of [the country, prison], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση smuggle στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «smuggle».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!