smuggler

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsmʌgər/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
smuggler n (contraband trader, trafficker)λαθρέμπορος ουσ αρσ/θηλ
 Smugglers brought the drugs in through tunnels.
 Οι λαθρέμποροι έφεραν τα ναρκωτικά μέσα από σήραγγες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
drug smuggler n (trafficker in illegal substances)έμπορος ναρκωτικών φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The drug smuggler was arrested when a sniffer dog discovered the cocaine.
human smuggler n (person who traffics in people)δουλέμπορος ουσ αρσ/θηλ
  (μτφ: γυναίκες για πορνεία)έμπορος λευκής σαρκός φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 He was arrested for being a human smuggler after they discovered the women imprisoned in the truck.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'smuggler' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση smuggler στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «smuggler».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!