WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| sightseeing n | (tourism, seeing sights) | βλέπω τα αξιοθέατα περίφρ |
| | | περιήγηση σε αξιοθέατα περίφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | The Smiths did a lot of sightseeing on their holiday. |
| | Οι Σμιθ είδαν πολλά αξιοθέατα στις διακοπές τους. |
| | Οι Σμιθ έκαναν πολλές περιηγήσεις σε αξιοθέατα στις διακοπές τους. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| sightseeing n as adj | (relating to seeing sights) | για να δω τα αξιοθέατα περίφρ |
| | | για τουρισμό περίφρ |
| | (σπάνιο) | περιηγητικός επίθ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | The Smiths went on a sightseeing trip around Italy. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| sightsee⇒ vi | (visit tourist sites) | επισκέπτομαι τα αξιοθέατα περίφρ |
| | Kristin is going to sightsee in Hawaii for a week. |