• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shut-off (UK),
shutoff (US)
n
(abrupt stopping of [sth])διακοπή, παύση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σταμάτημα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)πάγωμα, κόψιμο ουσ ουδ
shut-off (UK),
shutoff (US)
adj
(for stopping [sth] completely) (σε γενική)διακοπής, παύσης ουσ θηλ
  σταματήματος ουσ ουδ
  παγώματος ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
shut [sth] off,
shut off [sth]
vtr phrasal sep
(disconnect, stop supply)αποσυνδέω, διακόπτω παροχή έκφρ
 Shut off the electricity at the mains when you go away on holiday.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'shut-off' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shut-off στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shut-off».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!