• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: shaved, shave

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shaved adj (with facial hair removed)ξυρισμένος μτχ πρκ
 Brian rubbed his shaved chin.
shaved adj (with body hair removed)ξυρισμένος μτχ πρκ
 Lena stretched out her shaved legs.
shaved adj (food: grated, sliced)σε φλοίδες περίφρ
 Sprinkle shaved Parmesan over the cooked pasta.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shave [sth] vtr (facial hair: remove with razor)ξυρίζω ρ μ
 Liam shaved his beard this morning; now he has a nice smooth face.
 Ο Λίαμ ξύρισε το μούσι του σήμερα το πρωί. Τώρα έχει ένα ωραίο απαλό πρόσωπο.
shave [sth] vtr (body hair: remove)ξυρίζω ρ μ
 Pippa shaves her legs twice a week.
 Η Πίπα ξυρίζει τα πόδια της δυο φορές την εβδομάδα.
shave [sb] vtr (remove facial hair from [sb])ξυρίζω ρ μ
 The barber shaved Simon.
 Ο μπαρμπέρης ξύρισε τον Σάιμον.
shave vi (remove hair with razor)ξυρίζομαι ρ αμ
 Steve shaves every morning before work.
 Ο Στηβ ξυρίζεται κάθε πρωί πριν τη δουλειά.
shave n (act of shaving)ξύρισμα ουσ ουδ
 A shave is one of the first tasks many men undertake in the mornings.
 Το ξύρισμα είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουν πολλοί άνδρες το πρωί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shave [sth] vtr (food: grate, slice)κάνω ξύσματα, κόβω φλοίδες περίφρ
 To finish the salad, shave a few pieces of Parmesan over the top.
shave [sth] vtr US, figurative, slang (points: match fixing) (στημένος αγώνας)προσπαθώ να μειώσω τους πόντους που σκοράρει η ομάδα μου
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και αποδίδεται κατά περίπτωση.
shave [sth] vtr figurative, informal (prices: reduce) (μεταφορικά, ανεπίσημο)κουρεύω, κόβω ρ μ
 The shop has shaved all its prices by 20%.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
shaved | shave
ΑγγλικάΕλληνικά
shaved ice n (ice-based dessert)είδος γρανίτας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'shaved' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shaved στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shaved».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!