WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| settlement n | (law: final disposition) | διακανονισμός ουσ αρσ |
| | The settlement required the company to change its business practices. |
| | Ο διακανονισμός ανάγκασε την εταιρεία να αλλάξει τις επαγγελματικές της μεθόδους. |
| settlement n | (resolution of a dispute) | συμφωνία ουσ θηλ |
| | (με εκατέρωθεν υποχωρήσεις) | συμβιβασμός ουσ αρσ |
| | After arguing for hours, we finally reached a settlement. |
| | Μετά από ώρες συζητήσεων, καταλήξαμε τελικά σε συμφωνία. |
| | Μετά από ώρες συζητήσεων, καταλήξαμε τελικά σε συμβιβασμό. |
| settlement n | (village) | οικισμός ουσ αρσ |
| | (συνήθως για προσωρινή χρήση) | καταυλισμός ουσ αρσ |
| | Smith established a colonial settlement at Jamestown. |
| | Ο Σμιθ ίδρυσε ένα οικισμό εποίκων στο Τζέιμσταουν. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| settlement n | (establishing residence) | αποίκηση ουσ θηλ |
| | The government offered farm settlements in the new territories. |
| settlement n | (law: financial) | διακανονισμός ουσ αρσ |
| | He received a settlement of two million dollars. |
settlement, settlement house n | (welfare establishment) | ίδρυμα ουσ ουδ |
| | She learned English in night classes at the settlement house. |
| settlement n | (settling of a building) | καθίζηση ουσ θηλ |
| | (καθομ, μτφ: το κτίριο) | κάθομαι ρ αμ |
| | After the settlement, we will begin building the infrastructure. |
| | Αφού πάρει τις καθιζήσεις του το κτίριο, θα ξεκινήσουμε να κατασκευάζουμε τις υποδομές. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μονοκατοικία κάθησε περισσότερο από το αναμενόμενο και δηιουργήθηκαν ρωγμές στους τοίχους. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: