settle in



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
settle in vi phrasal (make yourself at home)βολεύομαι, τακτοποιούμαι ρ αμ
  (εξοικείωση)συνηθίζω ρ αμ
 It took me a few months to settle in to my new job.
 Μου πήρε μερικούς μήνες να συνηθίσω στην καινούρια μου δουλειά.
settle [sb] in vtr phrasal sep (help to feel at home)κάνω κπ να νιώσει άνετα περίφρ
 The other students were very friendly and helped to settle Julia in.
 Οι άλλοι μαθητές ήταν πολύ φιλικοί και βοήθησαν στο να κάνουν την Τζούλια να νιώσει άνετα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'settle in' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση settle in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «settle in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!