WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| scum n | uncountable (muck on surface of liquid) | αφρός ουσ αρσ |
| | Boil the pulses hard for ten minutes, then reduce the heat and remove any scum from the surface of the water. |
| | Βράσε τα όσπρια σε δυνατή φωτιά για δέκα λεπτά, μετά χαμήλωσε τη φωτιά και βγάλε τον αφρό από την επιφάνεια του νερού. |
| scum n | figurative, pejorative, invariable (worthless person) (μειωτικό) | απόβρασμα ουσ ουδ |
| | | απόβρασμα της κοινωνίας φρ ως ουσ ουδ |
| | | κάθαρμα ουσ ουδ |
| | After the way Nicholas behaved, Marilyn thinks he's scum. |
| | The politician promised tougher policies to remove these scum from our streets. |
| | Ο πολιτικός υποσχέθηκε ότι θα εφαρμόσει σκληρότερες πολιτικές για να απομακρύνει από τους δρόμους τα αποβράσματα της κοινωνίας. |
| | Μετά τον τρόπο που φέρθηκε ο Νίκολας, η Μέριλιν τον θεωρεί κάθαρμα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: