scum

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈskʌm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/skʌm/ ,USA pronunciation: respelling(skum)

Inflections of 'scum' (v): (⇒ conjugate)
scums
v 3rd person singular
scumming
v pres p
scummed
v past
scummed
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scum n uncountable (muck on surface of liquid)αφρός ουσ αρσ
 Boil the pulses hard for ten minutes, then reduce the heat and remove any scum from the surface of the water.
 Βράσε τα όσπρια σε δυνατή φωτιά για δέκα λεπτά, μετά χαμήλωσε τη φωτιά και βγάλε τον αφρό από την επιφάνεια του νερού.
scum n figurative, pejorative, invariable (worthless person) (μειωτικό)απόβρασμα ουσ ουδ
  απόβρασμα της κοινωνίας φρ ως ουσ ουδ
  κάθαρμα ουσ ουδ
 After the way Nicholas behaved, Marilyn thinks he's scum.
 The politician promised tougher policies to remove these scum from our streets.
 Ο πολιτικός υποσχέθηκε ότι θα εφαρμόσει σκληρότερες πολιτικές για να απομακρύνει από τους δρόμους τα αποβράσματα της κοινωνίας.
 Μετά τον τρόπο που φέρθηκε ο Νίκολας, η Μέριλιν τον θεωρεί κάθαρμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
pond scum n uncountable (algae living in pond water) (σε στάσιμα νερά)άλγη ουσ θηλ
 It is possible to treat pond scum without using dangerous chemicals.
the scum of the earth n pejorative, uncountable, invariable, slang (despicable person) (καθομιλουμένη)απόβρασμα, κάθαρμα ουσ ουδ
  (μεταφορικά, μειωτικό)κατακάθι ουσ ουδ
  (λαϊκό, υβριστικό)κανάγιας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)παλιάνθρωπος ουσ αρσ
 You can't be serious about marrying him – he's the scum of the earth! Some people consider tax collectors the scum of the earth.
 Δεν γίνεται να μιλάς σοβαρά, όταν λες ότι θα τον παντρευτείς! Είναι κάθαρμα!
 Ορισμένοι θεωρούν ότι οι φοροεισπράκτορες είναι παλιάνθρωποι.
scum-sucking adj slang, figurative, pejorative (despicable, contemptible) (καθομ, προσβλητικό)λεχρίτης, ρεμάλι ουσ ως επίθ
  χαμένο κορμί φρ ως επίθ
  (αργκό, χυδαίο)μουνόπανο ουσ ως επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'scum' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [pond, river, lake, pool] scum, scum floating on the [pond], scum [found, present] in stagnant [ponds], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scum στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scum».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!