• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: scowling, scowl

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scowling adj (frowning angrily)βλοσυρός επίθ
 The scowling man thumped his fist angrily on the table.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scowl n (angry frown)συνοφρύωση ουσ θηλ
  κατσούφιασμα ουσ ουδ
  (πολύ θυμωμένο)βλοσυρή έκφραση επίθ + ουσ θηλ
 I saw the scowl on her face and left immediately.
 Είδα το κατσούφιασμα στο πρόσωπό της και έφυγα αμέσως.
scowl at [sb] vi + prep (frown angrily)αγριοκοιτάζω ρ μ
 Why are you scowling at me?
 Γιατί με αγριοκοιτάς;
scowl vi (make displeased face)συνοφρυώνομαι ρ αμ
  κατσουφιάζω ρ αμ
 Jemima scowled when she saw the high price of her electric bill.
 Η Τζεμίμα συνοφρυώθηκε όταν είδε το υψηλό ποσό στο λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος.
scowl [sth] vtr (say angrily)λέω βλοσυρά ρ μ + επίρ
 "Leave me in peace!" he scowled.
 «'Ασε με ήσυχο!», είπε βλοσυρά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scowling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scowling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!