• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: scoured, scour

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scoured adj (vigorously scrubbed)που τον έχουν τρίψει περίφρ
  (πιο γενικά)καθαρισμένος μτχ πρκ
  καλογυαλισμένος μτχ πρκ
 The scoured surfaces gleamed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scour [sth] vtr (scrub clean)τρίβω ρ μ
  (επίσημο)αποξέω ρ μ
 Scour the sink to see if you can get those stains out.
 Τρίψε το νεροχύτη για να δεις αν μπορείς να εξαφανίσεις αυτούς τους λεκέδες.
scour [sth] vtr figurative (search all over) (μεταφορικά)οργώνω, χτενίζω ρ μ
 We scoured the neighbourhood, but couldn't find the dog.
 Οργώσαμε (or: χτενίσαμε) τη γειτονιά, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε τον σκύλο.
scour [sth] for [sth/sb] vtr + prep figurative (search all over) (κάτι για κάποιον/κάτι)ψάχνω ρ μ
  (μεταφορικά)οργώνω, χτενίζω, σαρώνω ρ μ
 The police scoured the forest for the suspect, but they could not find him.
 Η αστυνομία χτένισε το δάσος για να βρει τον ύποπτο αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει.
scours n (livestock disease)ιογενής διάρροια των βοοειδών φρ ως ουσ θηλ
 Many of the animals are suffering from scours.
scour n (civil engineering: effect of current)υποσκαφή ουσ θηλ
 Scour can contribute to or cause bridge failure.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
scour | scoured
ΑγγλικάΕλληνικά
scour the seas v expr literary (sail over oceans seeking [sb], [sth](μεταφορικά, λόγιος)οργώνω τις θάλασσες έκφρ
  (μεταφορικά)τρώω τον κόσμο έκφρ
 I scoured the seas to find a bride, and there she was living next door all the time.
 Όργωσα τις θάλασσες για να βρω νύφη κι αυτή τελικά έμενε δίπλα μου όλον αυτό τον καιρό.
 Έφαγα τον κόσμο να βρω νύφη κι αυτή τελικά έμενε δίπλα μου όλον αυτό τον καιρό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scoured στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scoured».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!