sanctimonious

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌsæŋktɪˈməʊniəs/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌsæŋktəˈmoʊniəs/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(sangk′tə mōnē əs)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sanctimonious adj (self-righteous, preachy) (έμφαση στη μη ειλικρίνεια)υποκριτικός επίθ
  (μεταφορικά)φαρισαϊκός επίθ
  (έμφαση στο δήθεν ηθικό στοιχείο)ηθικολογικός, ηθικοπλαστικός επίθ
Σχόλιο: Όταν αναφέρεται σε άτομο οι αποδόσεις είναι αντίστοιχα: υποκριτής, που επιδεικνύει φαρισαϊσμό, ηθικολόγος.
 I'm tired of listening to Ralph's sanctimonious lectures.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sanctimonious' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sanctimonious στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sanctimonious».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!