revised

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/rɪˈvaɪzd/

From the verb revise: (⇒ conjugate)
revised is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: revised, revise

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
revised adj (text: edited, amended)διορθωμένος μτχ πρκ
 The proofreader sent the revised text to the publisher.
revised adj (updated)αναθεωρημένος μτχ πρκ
  διορθωμένος μτχ πρκ
 The revised timetable is now available from the train station.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
revise [sth] vtr (text: edit, amend)επιμελούμαι ρ μ
  διορθώνω ρ μ
  κάνω επιμέλεια περίφρ
 The proofreader revised the text.
 Ο διορθωτής έκανε την επιμέλεια του κειμένου.
revise [sth] vtr (update)αναθεωρώ ρ μ
 The HR team revised the staff guidelines.
 Η ομάδα του τμήματος ανθρώπινου δυναμικού αναθεώρησε τις κατευθυντήριες γραμμές για το προσωπικό.
revise vi UK (study before an exam)κάνω επανάληψη, κάνω επαναλήψεις περίφρ
  (πιο γενικά)διαβάζω, μελετάω, μελετώ ρ αμ
 Veronica has an exam on Tuesday, so she's revising.
 Η Βερόνικα μελετά γιατί δίνει εξετάσεις την Τρίτη.
revise for [sth] vi + prep UK (study for an exam)κάνω επανάληψη για κτ, κάνω επαναλήψεις για κτ περίφρ
  (πιο γενικά)διαβάζω για κτ, μελετάω για κτ, μελετώ για κτ ρ αμ + πρόθ
 Robert is revising for an exam.
 Ο Ρόμπερτ διαβάζει για ένα διαγώνισμα.
revise [sth] vtr UK (review lessons)κάνω επανάληψη περίφρ
 I need to revise irregular verbs for the French test tomorrow.
revise [sth] vtr (opinion: change)αναθεωρώ ρ μ
  (καθομιλουμένη: γνώμη)αλλάζω ρ μ
 Walter revised his opinion of the young man after listening to Mrs. Bradshaw singing his praises.
 Ο Γουόλτερ άλλαξε τη γνώμη που είχε για τον νεαρό άντρα αφότου άκουσε την κυρία Μπράτσο να τον επαινεί.
revise [sth] vtr (numbers: adjust)αναθεωρώ ρ μ
  διορθώνω ρ μ
 Emma revised the figures according to the new forecast.
 Η Έμμα αναθεώρησε τα στοιχεία σύμφωνα με τη νέα πρόβλεψη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
revised | revise
ΑγγλικάΕλληνικά
revised edition n (corrected or updated printing)αναθεωρημένη έκδοση ουσ θηλ
 A new revised edition has just been published.
revised invoice n (amended bill for goods or services)διορθωμένο τιμολόγιο, αναθεωρημένο τιμολόγιο μτχ πρκ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'revised' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση revised στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «revised».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!