• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: revered, revere

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
revered adj (person: much admired)σεβαστός επίθ
  που τον θαυμάζουν περίφρ
  (επίσημο)που χαίρει θαυμασμού περίφρ
 The revered scientist is giving a lecture.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
revere [sb/sth] vtr formal (worship, venerate) (πιο πολύ αγάπη)λατρεύω ρ μ
  (πιο πολύ σεβασμός)σέβομαι ρ μ
  τιμώ ρ μ
 My daughter reveres her father, even though he's never home.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
revere | revered
ΑγγλικάΕλληνικά
revers,
revere
n
(clothing: lining of folded-back lapel or cuff) (ραπτική)ρεβέρ ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'revered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση revered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «revered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!