WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| reversal n | (change to [sth] opposite) | ανατροπή ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | γύρισμα ουσ ουδ |
| | Karen used to be very wealthy, but she suffered a reversal of fortunes, and now she relies on state benefits. |
| | Η Κάρεν ήταν πολύ πλούσια, όμως ήρθε αντιμέτωπη με το γύρισμα της τύχης και πλέον βασίζεται στα κρατικά επιδόματα. |
| reversal n | (act of reversing) | ανατροπή ουσ θηλ |
| | The government's reversal of its policy surprised everyone. |
| | Η ανατροπή της πολιτικής της κυβέρνησης εξέπληξε τους πάντες. |
| reversal n | (setback) | ατυχία ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | αναποδιά ουσ θηλ |
| | (αργκό) | στραβή επίθ ως ουσ θηλ |
| | This team were last year's champions, but they suffered a reversal at the beginning of this season. |
| | Αυτή ήταν η πρωταθλήτρια ομάδα της προηγούμενης χρονιάς, όμως είχε μια αναποδιά στην αρχή αυτής της σεζόν. |
| reversal n | (overturning of legal decision) | ανατροπή ουσ θηλ |
| | The defendant was relieved by the reversal of his conviction. |
| | Ο κατηγορούμενος ανακουφίστηκε με την ανατροπή της καταδίκης του. |