• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: venerated, venerate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
venerated adj (person, thing: revered)ιερός επιθ
  που τιμάται περίφρ
venerated adj (person: held in high esteem)που χαίρει εκτίμησης περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
venerate [sb/sth] vtr (revere, consider sacred)λατρεύω, τιμώ ρ μ
  πιστεύω σε κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 The Ancient Romans venerated the god of wine, Bacchus.
venerate [sb] vtr (hold in high esteem)εκτιμώ, σέβομαι ρ μ
  τρέφω σεβασμό για κπ έκφρ
 Everyone loved and venerated the old man.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'venerated' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση venerated στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «venerated».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!