• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: retained, retain

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
retained adj (kept)που έχει διατηρηθεί περίφρ
 Using effective studying methods leads to more retained information.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
retain [sth] vtr (keep)κρατάω, κρατώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)φυλάω, φυλώ ρ μ
  (σπάνιο)φυλάγω ρ μ
 Irene retained the key in case she needed it again in the future.
 Η Ιρέν κράτησε το κλειδί σε περίπτωση που το χρειαζόταν και πάλι μελλοντικά.
retain [sth] vtr (memorize)θυμάμαι ρ μ
  συγκρατώ ρ μ
  διατηρώ κτ στη μνήμη μου έκφρ
 Kate has a fantastic memory; she is able to retain facts really easily.
 Η Κέιτ έχει φανταστική μνήμη. Μπορεί να συγκρατεί πληροφορίες πολύ εύκολα.
retain [sth] vtr (liquids)συγκρατώ ρ μ
 This compost retains moisture well, so you don't need to water your plants as often.
 Αυτό το κομπόστ συγκρατεί καλά την υγρασία, οπότε δεν χρειάζεται να ποτίζεις τα φυτά σου τόσο συχνά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
retain [sb] vtr (lawyer, help)προσλαμβάνω ρ μ
 George retained a lawyer for his court case.
retain [sth] vtr (tradition)διατηρώ, συνεχίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κρατάω, κρατώ ρ μ
 The village has retained the tradition of maypole dancing.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
retained | retain
ΑγγλικάΕλληνικά
retained earnings npl (income not paid out as shares)κέρδη εις νέον φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'retained' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση retained στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «retained».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!