retailer

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈriːteɪlər/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
retailer n (store)κατάστημα λιανικής πώλησης, κατάστημα λιανικής φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κατάστημα, μαγαζί ουσ ουδ
 Many retailers now operate in out-of-town shopping centres.
 Πολλά καταστήματα (or: μαγαζιά) λειτουργούν πλέον σε εμπορικά κέντρα που βρίσκονται έξω από το κέντρο της πόλης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'retailer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [clothing, computer, food, stationery] retailer, a retailer of [clothes], a retailer of [famous, designer] brands, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση retailer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «retailer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!