reigning

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈreɪnɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: reigning, reign

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reigning adj (champion: existing, current)τρέχων μτχ ενεστ
  (τίτλου)κάτοχος ουσ αρσ/θηλ
 Bob is the reigning boxing champion in New York.
reigning adj (monarch: currently in power)άρχων, βασιλεύων μτχ ενεστ
 Elizabeth is the reigning Queen of England.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reign n (time: of king, queen)βασιλεία, ηγεμονία ουσ θηλ
 Queen Elizabeth II's reign began in 1952.
 Η βασιλεία (or: ηγεμονία) της βασίλισσας Ελισάβετ ΙΙ ξεκίνησε το 1952.
reign over [sth/sb] vi + prep (be king or queen of)βασιλεύω ρ μ
  (με γενική)είμαι βασιλιάς, είμαι βασίλισσα ρ έκφρ
 Queen Elizabeth II currently reigns over Great Britain.
 Η βασίλισσα Ελισάβετ ΙΙ είναι σήμερα η βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reign n figurative (time of prominence)κυριαρχία ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ηγεμονία, βασιλεία ουσ θηλ
 The 1950s and 60s saw the Kray twins' reign over the East End of London.
reign vi (be king or queen)βασιλεύω ρ αμ
  είμαι βασιλιάς, είμαι βασίλισσα περίφρ
 Queen Elizabeth II has been reigning for over sixty years.
reign over [sth/sb] vi + prep figurative (dominate, prevail) (μεταφορικά)βασιλεύω ρ αμ
  κυριαρχώ ρ αμ
 Fear reigns over the city as fighting enters its second day.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
reign | reigning
ΑγγλικάΕλληνικά
reign of terror n (period of tyranny)καθεστώς τρόμου φρ ως ουσ ουδ
  (πχ διοικώ υπό το)κράτος του τρόμου έκφρ
 The tsar's reign of terror lasted for over twenty years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'reigning' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reigning στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reigning».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!