reel

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈriːəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ril/ ,USA pronunciation: respelling(rēl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reel n (device for winding [sth])καρούλι ουσ ουδ
  (επίσημο)ανέμη ουσ θηλ
 Alice winds the hosepipe onto the reel.
 Η Άλις τυλίγει το λάστιχο στο καρούλι.
reel n (device for winding a fishing line)μηχανισμός ψαρέματος φρ ως ουσ αρσ
  ρουλεμάν ψαρέματος φρ ως ουσ ουδ
  (αν εννοείται από τα συμφραζόμενα)μηχανισμός ουσ αρσ
  ρουλεμάν ουσ ουδ άκλ
 Michelle turns the reel to wind in the line.
 Η Μισέλ γυρίζει το ρουλεμάν για να τυλίξει την πετονιά.
reel n (roll of film)μπομπίνα ουσ θηλ
 The director shot three reels today.
reel vi (sway: when punched, etc.)παραπατώ ρ αμ
  γέρνω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)κάνω ρ αμ
  (επίσημο)παραπαίω ρ αμ
 Tim reeled backwards, stunned by the force of Larry's punch.
 Ο Τιμ παραπάτησε ζαλισμένος από τη δύναμη της γροθιάς του Λάρι.
 Ο Τιμ έκανε πίσω ζαλισμένος από τη δύναμη της γροθιάς του Λάρι.
reel vi figurative (be shocked: by news)κλονίζομαι ρ αμ
 Imogen was reeling from the news of the company's failure.
 Η Ίμοτζεν κλονίστηκε όταν έμαθε για τη χρεοκοπία της εταιρείας.
reel vi figurative (head, senses: spin) (μεταφορικά)γυρίζω ρ αμ
 Mark spun around and around until his head was reeling.
 Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reel n (Scottish dance) (σκωτσέζικος χορός)reel ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The dancers danced a reel.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
reel [sth] in vtr phrasal sep (fish: catch)-
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Once the fish is hooked, reel it in as quick as you can.
 Όταν πιαστεί το ψάρι στο αγκίστρι, μάζεψε την πετονιά όσο πιο γρήγορα μπορείς.
reel [sb] in vtr phrasal sep figurative (capture the attention of) (μεταφορικά)τραβάω, τραβώ ρ μ
  προσελκύω ρ μ
 The new neon sign in our window is really reeling in the customers.
reel [sth] off vtr phrasal sep informal (recite)απαριθμώ ρ μ
  αναφέρω ρ μ
  (απρόσεχτα, επιπόλαια)αραδιάζω ρ μ
 The award-winner reeled off a long list of all the people he wished to thank.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
film reel n (spool of movie film)μπομπίνα ουσ θηλ
 We found a box full of old film reels in the loft.
hose reel n (spindle for storing a hose)καρούλι λάστιχου φρ ως ουσ ουδ
reel-to-reel adj (of old movie or sound recorders)από μπομπίνα σε μπομπίνα περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'reel' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a film reel, a reel of film, start the reel, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reel στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reel».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!