• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
recusant n ([sb] who rejects authority)επαναστάτης, επαναστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  αντιρρησίας ουσ αρσ
  απειθής επίθ ως ουσ
  αντιφρονών μτχ ενέστ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
recusant n (historical: [sb] not attending church)ρωμαιοκαθολικός που αρνούνταν να πάει στην εκκλησία στην Αγγλία κατά τον 16ο-18ο αιώνα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
recusant adj (refusing authority)επαναστατικός επίθ
  απειθής επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση recusant στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «recusant».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!