Ο όρος 'recur' παραπέμπει στον όρο 'reoccur'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'recur' is cross-referenced with 'reoccur'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| recur⇒ vi | (happen again) | επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω ρ αμ |
| | This alignment of the planets won't recur for another 20 years. |
| | Η ευθυγράμμιση των πλανητών δεν θα επαναληφθεί (or: ξανασυμβεί) για τα επόμενα 20 χρόνια. |
| recur vi | (happen repeatedly) | επαναλαμβάνομαι ρ αμ |
| | I have a nightmare that recurs every night. |
recur, recur to [sb] (that) vi | (return to mind) (στο μυαλό) | επανέρχομαι ρ αμ |
| | The idea keeps recurring to me that I should throttle you. |
| | Στο μυαλό που επανέρχεται συνέχεια η ιδέα να σε στραγγαλίσω. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
reoccur, recur vi | (happen again) | ξανασυμβαίνω ρ αμ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs recur | reoccur |
recur to, recur to [sth] vtr phrasal insep | formal (have recourse to) | καταφεύγω σε κτ, προσφεύγω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | If they refuse to refund your money, you can always recur to small-claims court. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην καταφεύγεις σε τεχνάσματα καθώς δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη. |