recurve

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/rɪˈkɜːv/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ri kûrv)

Inflections of 'recurve' (v): (⇒ conjugate)
recurves
v 3rd person singular
recurving
v pres p
recurved
v past
recurved
v past p
  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
recurve n (archery: type of bow)αντίκυρτο τόξο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
recurve vi (be curved back)κάμπτομαι προς τα πίσω έκφρ
  λυγίζω προς τα πίσω έκφρ
  (λιγότερη ακρίβεια)κάμπτομαι ρ αμ
  λυγίζω ρ αμ
recurve [sth] vtr (curve [sth] back)κάμπτω προς τα πίσω έκφρ
  λυγίζω προς τα πίσω έκφρ
  (λιγότερη ακρίβεια)κάμπτω ρ μ
  λυγίζω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση recurve στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «recurve».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!