WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| recruiting n | (soliciting members or employees) (στρατός) | στρατολόγηση ουσ θηλ |
| | (εργασία) | αναζήτηση υποψηφίων εργαζομένων περίφρ |
| | Lucy works in recruiting. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| recruit [sb]⇒ vtr | (seek for employment) (ψάχνω) | αναζητώ κπ για εργασία, ψάχνω κπ για εργασια περίφρ |
| | (επιλέγω) | προσλαμβάνω ρ μ |
| | The company recruited Philip as their new IT manager. |
| | Η εταιρεία προσέλαβε τον Φίλιπ ως υπεύθυνο πληροφορικής. |
| recruit [sb] vtr | (military) | στρατολογώ ρ μ |
| | The army recruited Carol and sent her to a training camp. |
| | Ο στρατός στρατολόγησε την Κάρολ και την έστειλε σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης. |
| recruit⇒ vi | (military) (κάποιον) | στρατολογώ ρ μ |
| | | κάνω στρατολόγηση περίφρ |
| | The army is recruiting at the moment; maybe you should become a soldier, as there don't seem to be any other jobs available. |
| | Ο στρατός κάνει στρατολόγηση αυτό το διάστημα. Ίσως θα έπρεπε να γίνεις στρατιωτικός, αφού δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλα δουλειές. |
| recruit n | (military) | νεοσύλλεκτος, νεοσύλλεκτη επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ |
| | The officer explained to the recruits what army life would be like. |
| | Ο αξιωματικός εξήγησε στους νεοσύλλεκτους πώς θα είναι η ζωή στον στρατό. |
| recruit n | (new employee) | νεοπροσληφθείς μτχ αορ |
| | | νέος υπάλληλος, νέος εργαζόμενος επίθ + ουσ αρσ/θηλ |
| | I see there's a new recruit in purchasing. |
| | Είδα ότι υπάρχει ένας νέος υπάλληλος (or: νέος εργαζόμενος) στο τμήμα αγορών. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
recruit, new recruit n | (sports: new player) | νέο απόκτημα επίθ + ουσ ουδ |
| | | νέος παίκτης, καινούριος παίκτης επίθ + ουσ αρσ |
| | The team welcomed the new recruit. |