WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| recruitment n | (to a job) | πρόσληψη ουσ θηλ |
| | The manager's recruitment of ten new employees was welcomed by her overworked staff. |
| | Το προσωπικό, το οποίο δούλευε υπερωρίες, καλωσόρισε θερμά την πρόσληψη δέκα νέων υπαλλήλων που έκανε ο διευθυντής. |
| recruitment n | (to the military) | στρατολόγηση ουσ θηλ |
| | The Sergeant interviews young people for potential recruitment into the armed forces. |
| | Ο λοχίας παίρνει συνεντεύξεις από νέους ανθρώπους για την πιθανή στρατολόγησή τους στις ένοπλες δυνάμεις. |
| recruitment n as adj | (relating to job recruitment) (σε γενική) | πρόσληψης ουσ ως επίθ |
| | (για υποψήφιους) | εύρεσης εργασίας φρ ως επίθ |
| | The firm's recruitment policy was criticized for being discriminatory. |
| | The new graduates are attending a recruitment fair. |
| | Ασκήθηκε κριτική στην πολιτική πρόσληψης της εταιρείας με το επιχείρημα ότι κάνει διακρίσεις. |
| recruitment n as adj | (relating to military recruitment) (σε γενική) | στρατολόγησης ουσ ως επίθ |
| | | στρατολογικός επίθ |
| | The army's recruitment procedure is rigorous. |
| | Η διαδικασία στρατολόγησης στον στρατό είναι αυστηρή. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: