put off



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
put [sb] off vtr phrasal sep informal (discourage, deter)αποτρέπω, αποθαρρύνω ρ μ
 I don't want to put you off, but that make of car you're thinking of buying is very hard to maintain.
 Δεν θέλω να σε αποτρέψω αλλά αυτό το είδος αυτοκινήτου που σκέφτεσαι να αγοράσεις είναι πολύ δύσκολο να το συντηρήσεις.
put [sth] off vtr phrasal sep (delay until later)αναβάλλω ρ μ
  αφήνω για αργότερα έκφρ
 I'm busy this afternoon; can we put our meeting off until tomorrow? He was too busy in the morning, so he put his appointment off until the afternoon.
 Είμαι απασχολημένος αυτό το απόγευμα, μπορούμε να αναβάλλουμε τη συνάντησή μας μέχρι αύριο;
put [sb] off [sth] vtr phrasal sep (cause to dislike)κάνω κπ να χάσει την όρεξή του για κτ έκφρ
  προκαλώ αποστροφή σε κπ για κτ έκφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 That was disgusting; it has put me off my dinner.
put [sb] off of [sth] vtr phrasal sep informal, nonstandard (cause to dislike) (καθομιλουμένη)αρχίζω να σιχαίνομαι κτ περίφρ
  αρχίζω να αντιπαθώ κτ περίφρ
 He was put off of seafood after getting food poisoning from some prawns.
 Άρχισε να σιχαίνεται τα θαλασσινά, αφότου έπαθε δηλητηρίαση από κάτι γαρίδες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
put-off n (unattractive thing)κάτι που με χαλάει περίφρ
 Tom's a nice guy, but his habit of putting himself down all the time is a real put-off.
 Ο Τομ είναι καλό παιδί, αλλά η συνήθειά του να επικρίνει συνεχώς τον εαυτό του με χαλάει.
put-off n (evasive statement)υπεκφυγή ουσ θηλ
  (μεταφορικά)προσπάθεια να ξεγλιστρήσω φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ξεγλίστρημα ουσ ουδ
 The boss's response to the question of whether there would be redundancies was clearly a put-off.
 Η απάντηση του διευθυντή στο ερώτημα κατά πόσο θα υπάρξουν απολύσεις ήταν, σαφώς, υπεκφυγή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
put you off your stride v expr figurative (interrupt rhythm)αποσυντονίζω ρ μ
 Forgetting her words put the actor off her stride and she never quite recovered before the end of the play.
put [sb] off the scent v expr figurative (mislead, distract)αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω ρ μ
 He laid a false clue to put the detective off the scent.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'put off' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση put off στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «put off».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!